- γηγενής
- ης, ες туземный, коренной, местный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γηγενής — earthborn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηγενής — ές (AM γηγενής, ές) ο αυτόχθονας, αυτός που έχει γεννηθεί σ έναν τόπο νεοελλ. 1. αναφέρεται σ ένα ζωικό ή φυτικό ιθαγενές είδος μιας συγκεκριμένης περιοχής 2. ως ουσ. οι γηγενείς οι αυτόχθονες σε αντίθεση με τους πρόσφυγες και τους ξένους 3. φρ.… … Dictionary of Greek
γηγενῆ — γηγενής earthborn neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γηγενής earthborn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γηγενής earthborn masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηγενεῖ — γηγενής earthborn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) γηγενής earthborn masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηγενεῖς — γηγενής earthborn masc/fem acc pl γηγενής earthborn masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηγενέα — γηγενής earthborn neut nom/voc/acc pl (epic ionic) γηγενής earthborn masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηγενές — γηγενής earthborn masc/fem voc sg γηγενής earthborn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηγενοῦς — γηγενής earthborn masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηγενέας — γηγενής earthborn masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηγενέες — γηγενής earthborn masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηγενέεσσι — γηγενής earthborn masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)